- κενόπρησις
- κενόπρησις, ἡ (Α)ασθένεια τών αλόγων που σύμπτωμά της είναι το πρήξιμο τών λαγόνων («ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῑ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + πρῆσις «οἴδημα, φλεγμονή» (< πίμπρημι «φυσώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.